προχειρίζω

προχειρίζω
ΝΜΑ [πρόχειρος]
1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν.
γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ.
δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων Κάσσ.)
2. (το ενεργ. και μέσ.) εκκλ. χειροτονώ («επίσκοπον προχειρίσασθε», Μηναί)
μσν.-αρχ.
προκαθορίζω, προορίζω (α. «τὸν προκεχειρισμένον ἡμῑν Ἰησοῡν Χριστόν», ΚΔ
β. «τὰ Ποπλίῳ προκεχωρισμένα στρατόπεδα», Πολ.)
αρχ.
1. εγχειρίζω, δίνω κάτι σε κάποιον («προκεχειρικέναι τινὰ ἐπὶ τῷ τὴν τιμωρίαν δοῡναι», Δείν.)
2. παράγω («ὡς ἴδια αὐτοὶ ἀφ' ἑαυτῶν προχειρίζειν, Ιάμβλ.)
3. (σχετικά με θέμα, λόγο, ζήτημα) εκθέτω, προβάλλω εκ τών προτέρων (α. «ἐπὶ παραδείγματος προχειρίζειν», Αριστοτ.
β. «ὁ περὶ τῶν προχειρισθέντων λόγος», Αριστοτ.)
4. (το μέσ.) προχειρίζομαι
α) εκλέγω (α. «ἐπὶ τούτῳ προχειρισάμενος», Πλούτ.
β. «προχειρίζεσθε δημαγωγούς», Ισοκρ.)
β) προτιμώ («Δημοσθένην προχειρισάμενοι», Δίον. Αλ.)
γ) προετοιμάζω για τον εαυτό μου (α. «στρατόπεδα... προχειρίζονται», Πολ.
β. «δύναμιν προχειρίσασθαι δεῑν ὑμᾱς», Δημοσθ.)
δ) αποφασίζω να πράξω κάτι (α. «προεχειρίσαντο πέμπειν μετὰ στρατοπέδων», Πολ.
β. «τῆς πόλεως προκεχειρισμένης τὸν ἀγώνα... στεφανίτην εἶναι», επιγρ.)
ε) συζητώ, εξετάζω προηγουμένως («τὰς ἄλλας κατηγορίας προχειρίζομαι», Αριστοτ.)
5. παθ. περιέρχομαι σε κάποιον («προκεχειρισμένων καὶ ἑτοίμων ὄντων τῶν ἀγαθῶν», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προχειρίζω — make pres subj act 1st sg προχειρίζω make pres ind act 1st sg προχειρίζω make pres subj act 1st sg προχειρίζω make pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρίζεσθε — προχειρίζω make pres imperat mp 2nd pl προχειρίζω make pres ind mp 2nd pl προχειρίζω make pres imperat mp 2nd pl προχειρίζω make pres ind mp 2nd pl προχειρίζω make imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) προχειρίζω make imperf ind mp 2nd pl (homeric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρίζῃ — προχειρίζω make pres subj mp 2nd sg προχειρίζω make pres ind mp 2nd sg προχειρίζω make pres subj act 3rd sg προχειρίζω make pres subj mp 2nd sg προχειρίζω make pres ind mp 2nd sg προχειρίζω make pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειριζομένων — προχειρίζω make pres part mp fem gen pl προχειρίζω make pres part mp masc/neut gen pl προχειρίζω make pres part mp fem gen pl προχειρίζω make pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειριζόμεθα — προχειρίζω make pres ind mp 1st pl προχειρίζω make pres ind mp 1st pl προχειρίζω make imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) προχειρίζω make imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειριζόμενον — προχειρίζω make pres part mp masc acc sg προχειρίζω make pres part mp neut nom/voc/acc sg προχειρίζω make pres part mp masc acc sg προχειρίζω make pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειριζόντων — προχειρίζω make pres part act masc/neut gen pl προχειρίζω make pres imperat act 3rd pl προχειρίζω make pres part act masc/neut gen pl προχειρίζω make pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρισαμένων — προχειρίζω make aor part mid fem gen pl προχειρίζω make aor part mid masc/neut gen pl προχειρίζω make aor part mid fem gen pl προχειρίζω make aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρισθησόμενον — προχειρίζω make fut part pass masc acc sg προχειρίζω make fut part pass neut nom/voc/acc sg προχειρίζω make fut part pass masc acc sg προχειρίζω make fut part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρισθέντα — προχειρίζω make aor part pass neut nom/voc/acc pl προχειρίζω make aor part pass masc acc sg προχειρίζω make aor part pass neut nom/voc/acc pl προχειρίζω make aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”